- βροχή
- Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη μεγαλύτερη διάμετρο των υδροσταγόνων, η οποία για την ομίχλη κυμαίνεται από 0,01 έως 0,2 χιλιοστά (στην τελευταία περίπτωση έχουμε την υγρή ή βρέχουσα ομίχλη). Για να έχουμε λοιπόν β., είναι ανάγκη να υπάρχει ένα νέφος.
Οπωσδήποτε, πρόκειται πάντοτε για συμπύκνωση των υδρατμών που οφείλεται κυρίως σε ψύξεις, εξαιτίας της εκτόνωσης ή της διαστολής του αέρα κατά τις ανοδικές κινήσεις του ή ακόμα λόγω ανάμειξης μαζών αέρα με διαφορετική θερμοκρασία. Οι ανοδικές κινήσεις του αέρα οφείλονται στη γενική κυκλοφορία της ατμόσφαιρας ή στις διαταράξεις της ή στο ανάγλυφο του εδάφους. Η διαδικασία της συμπύκνωσης των υδρατμών αρχίζει με τη συγκέντρωσή τους γύρω από πυρήνες συμπύκνωσης (ιόντα, μόρια ατμοσφαιρικού κονιορτού και άλλα σωματίδια). Οι υδροσταγόνες που σχηματίζονται με αυτό τον τρόπο υπόκεινται σε κινήσεις μέσα στο νέφος και σε μία διαλογή, που έχει ως αποτέλεσμα να συσσωρεύονται οι βαρύτερες προς τα κάτω μέχρι να πέσουν στη Γη. Η μέγιστη διάμετρος μιας σταγόνας β. είναι 5-7 χιλιοστά· στις εξαιρετικές αυτές συνθήκες αποκτά ταχύτατα πτώσης σχεδόν 40 χλμ. την ώρα. Μπορεί ακόμα να σχηματιστούν μεγαλύτερες σταγόνες, αλλά πέφτοντας αποκτούν τέτοια ταχύτητα ώστε θρυμματίζονται. Η διάμετρος των σταγόνων της β., η ταχύτητα πτώσης τους και σε τελευταία ανάλυση η ποσότητα της β. που έπεσε στο έδαφος σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (χιλιοστά/ώρα) είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν συμβατικά τους διάφορους τύπους της β.: ασθενής (διάμετρος σταγόνων περίπου 0,5 χιλιοστά, ταχύτητα πτώσης 2 μ./δευτ., ποσότητα στο έδαφος λιγότερο από 1 χιλιοστό/ώρα), μέτρια (αντίστοιχα 1 χιλιοστό, 4 μ./δευτ., 4 χιλιοστά/ώρα), ισχυρή (1,5 χιλιοστά, 5 μ./δευτ., 15 χιλιοστά/ώρα), ραγδαία (2 χιλιοστά, 6 μ./δευτ., 100 χιλιοστά/ώρα)· στις δύο τελευταίες περιπτώσεις μιλάμε συνήθως για νεροποντή ή καταιγίδα.
Η ποσότητα μιας βροχόπτωσης σε μία περιοχή μετριέται με τα βροχόμετρα (βλ. λ.), που αποτελούνται γενικά από μεγάλα χωνιά συγκεκριμένης διαμέτρου, τοποθετημένα για να συλλέγουν τη β., την ένταση και την ποσότητα της οποίας επιθυμούμε να μετρήσουμε σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η ποσότητα του βρόχινου νερού συλλέγεται με μέσα προφύλαξης, ώστε να εμποδίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο η εξάτμισή του· με βάση την επιφάνεια του στόμιου του βροχόμετρου γίνονται υπολογισμοί που παρέχουν τα ζητούμενα δεδομένα.
Η κατανομή των β. πάνω στη γήινη επιφάνεια μπορεί να απεικονιστεί σχηματικά σε έναν γεωγραφικό χάρτη με τις ισόβροχες καμπύλες, δηλαδή γραμμές οι οποίες συνδέουν τους τόπους που έχουν το ίδιο ύψος βροχοπτώσεων (ετήσιο ή μηνιαίο). Παρατηρείται σχετικά ότι ξεκινώντας από τον Ισημερινό και μέχρι το πλάτος των 10° Β και Ν έχουμε έντονες βροχοπτώσεις σε όλη τη διάρκεια του έτους· κατόπιν παρατηρείται μείωση με ένα ελάχιστο μεταξύ 20° και 35°, που αντιστοιχεί περίπου με μεταβλητή διανομή. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη συνδυασμένη δράση της σύγκλισης που συμβαίνει στα μέσα πλάτη και εκείνης της κυκλωνικής του πολικού μετώπου· κατόπιν, προς τους πόλους έχουμε μία συνεχή μείωση των κατακρημνίσεων με ελάχιστα γύρω στις 75°. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται μεγαλύτερη αφθονία θερινών β. στο βόρειο ημισφαίριο, το κυρίως ηπειρωτικό, και χειμερινών στο νότιο θαλάσσιο ημισφαίριο. Το μέσο ετήσιο ύψος των κατακρημνίσεων πάνω στην επιφάνεια της Γης είναι περίπου 975 χιλιοστά, με συνολικό όγκο νερού περίπου 4.971 x 1.011 κ.μ., προερχόμενο κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις β. Τα μέγιστα υπερέβησαν τα 12.000 χιλιοστά το 1931 στο Τσεραπούντζι (Ασάμ), ενώ τα ελάχιστα είναι εκείνα που εμφανίζονται γενικά στις ερημικές εκτάσεις της Αρίκα (Χιλή) με 0 χιλιοστά.
Β. από λάσπη ή αίμα παρατηρείται όταν το βρόχινο νερό είναι θολό και χρωματισμένο από την άμμο των ερήμων, τον κονιορτό, ιδιαίτερα άφθονο σε τέφρες ή ηφαιστειώδεις κρυστάλλους, που προηγουμένως είχαν ανυψωθεί από ρεύματα αέρα· έτσι η β. από θειάφι είναι χρωματισμένη κίτρινη από τη φυτική γύρη. Ιδιαίτερη σημασία έχει η τεχνητή β., που συνήθως προκαλείται όταν διασκορπίζουμε τα νέφη με σωματίδια ξηρού πάγου (στερεοποιημένο διοξείδιο του άνθρακα, οξείδιο του δημητρίου, ιωδιούχο άργυρο κλπ.), που δρουν ως τεχνητοί πυρήνες συμπύκνωσης.
* * *η (πληθ. και βροχάδες) (AM βροχή)1. το νερό που πέφτει κατά σταγόνες από τον ουρανόνεοελλ.1. (για δάκρυα) συνεχής ροή2. (ως επίρρ.) σαν βροχή, βροχηδόναρχ.1. άρδευση2. ύγρανση, μούσκεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέχω. Η λ. βροχή συνδέεται σημασιολογικά με τα όμβρος, υετός, ψακάς / ψεκάς και νεοελλ. ψιχάλα. Συγκεκριμένα το υετός δήλωνε γενικά τη «βροχή» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής χρονικής διάρκειας πτώση βροχής», δηλ. την «μπόρα», ενώ το όμβρος δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη βροχή»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «βροχή με θύελλα», «ραγδαία βροχή», «καταιγίδα, πλημμύρα, κατακλυσμός». Τέλος το ψακάς / ψεκάς σημαίνει «σταγόνα βροχής», «ψιλή βροχή, ψιχάλα» και κατόπιν γενικά τη «βροχή» — πρβλ. και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. ψιχάλα «ψιλή βροχή.ΠΑΡ. αρχ. βροχίς (ΙΙ)νεοελλ.βροχερός, βροχηδόν, βροχίδα (Ι), βρόχινος, βροχούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βροχογράφος, βροχόμετρο, βροχόνερο, βροχοποιός, βροχοπούλι, βροχόπτωση, βροχοσκοπία και βροχοσκόπηση, βροχοσκόπιο, βροχοσταλίδα, βροχόχιονο(Β' συνθετικό) διαβροχή, εμβροχήαρχ.αποβροχή, επιβροχή, καταβροχήνεοελλ.αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, ανεμοβρόχι, ανεμόβροχο, αποβρόχι, απόβροχο, λειανοβρόχι, πρωτοβρόχι, χαλαζοβρόχι, χιονοβρόχι, χιονόβροχο, ψευτοβρόχι, ψιλοβροχή].
Dictionary of Greek. 2013.